- ομόκεντρος
- -η, -ο (Α ὁμόκεντρος, -ον)(για σφαίρες, κύκλους, κ.ά σχήματα) αυτός που έχει το ίδιο κέντρο με κάποιον άλλο, ομοκεντρικός («ἡ γῆ ὁμόκεντρος τῷ οὐρανῷ μένει», Στράβ.)νεοελλ.1. το ουδ. ως ουσ. το ομόκεντροτο κοινό κέντρο δύο ή περισσότερων κύκλων ή σφαιρών2. φρ. «ομόκεντρη φωτεινή δέσμη»φυσ. βλ. ομοκεντρικόςαρχ.(για αστέρες) αυτοί που περιστρέφονται γύρω από το ίδιο σημείο τού ορίζοντα.επίρρ...ομοκέντρως και ομόκεντραμε ομόκεντρο τρόπο, με το ίδιο κέντρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + κέντρον (πρβλ. μακρό-κεντρος)].
Dictionary of Greek. 2013.